Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν τόλμησε να

  • 1 ξεστομίζω

    μετ. проронить, произнести, сказать;

    δεν τόλμησε να ξεστομίσει λέξη — он не посмел сказать ни слова

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεστομίζω

  • 2 μόνο(ν)

    επίρρ.
    1) только, лишь;

    έλα, μόνο(ν) μην αργείς — приходи, только не опаздывай;

    μόνο(ν) μιά φορά — только один раз;

    μόνο(ν) εδώ — только здесь;

    είμαστε μόν' τρείς — нас было только трое;

    μόνο(ν) γιά το χατήρι σας — только из уважения к вам;

    έπρεπε μόνο(ν) να μού το πεί — он должен был только сказать мне

    об этом;

    ήρθα μόνο(ν) και μόνο(ν) γιά να ιδώ... — я приехал только для того, чтобы посмотреть...;

    τόλμησε μόν! — только посмей!;

    2) только, но, однако;

    σε πιστεύω, μόν δεν μπορώ να κάνω τίποτα — я тебе верю, только ничего не могу сделать;

    μόνο πού — но только, единственно;

    μόνο πού δεν είμαι έτοιμος — только я ещё не готов;

    μβς δέχθηκε πολύ άσχημα, μόνο πού δε μας έδιωξε — он нас принял очень плохо, только что не выгнал;

    § μόνο(ν) καί μόνο(ν) — или αποκλειστικά και μόνο(ν) — исключительно, единственно;

    όχι μόν... αλλά... — не только..., но (и)...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μόνο(ν)

  • 3 μόνο(ν)

    επίρρ.
    1) только, лишь;

    έλα, μόνο(ν) μην αργείς — приходи, только не опаздывай;

    μόνο(ν) μιά φορά — только один раз;

    μόνο(ν) εδώ — только здесь;

    είμαστε μόν' τρείς — нас было только трое;

    μόνο(ν) γιά το χατήρι σας — только из уважения к вам;

    έπρεπε μόνο(ν) να μού το πεί — он должен был только сказать мне

    об этом;

    ήρθα μόνο(ν) και μόνο(ν) γιά να ιδώ... — я приехал только для того, чтобы посмотреть...;

    τόλμησε μόν! — только посмей!;

    2) только, но, однако;

    σε πιστεύω, μόν δεν μπορώ να κάνω τίποτα — я тебе верю, только ничего не могу сделать;

    μόνο πού — но только, единственно;

    μόνο πού δεν είμαι έτοιμος — только я ещё не готов;

    μβς δέχθηκε πολύ άσχημα, μόνο πού δε μας έδιωξε — он нас принял очень плохо, только что не выгнал;

    § μόνο(ν) καί μόνο(ν) — или αποκλειστικά και μόνο(ν) — исключительно, единственно;

    όχι μόν... αλλά... — не только..., но (и)...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μόνο(ν)

См. также в других словарях:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το …   Dictionary of Greek

  • Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αξεμύτιστος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που δεν πρόβαλε ακόμη η κορυφή του, το άκρο του 2. (για πρόσωπα) αυτός πού δεν τόλμησε να βγει από κάπου (κυρίως από φόβο για κάτι) …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Γκιζ — (Guise). Επώνυμο γαλλικής οικογένειας δουκών, πλάγιος κλάδος του οίκου της Λορένης, μέλη της οποίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Γαλλίας τον 16ο αι. Γενάρχης ήταν ο Κλαύδιος (1496 1550) που ανακηρύχθηκε από τον Φραγκίσκο Α’ πρώτος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»